ἀγάθης

ἀγάθης
ἀ̱γά̱θης , ἀγάω
aor ind pass 2nd sg (doric aeolic)
ἀγά̱θης , ἀγάω
aor ind pass 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγαθῆς — ἀγαθός good fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγαθῆς — ἀγαθῆς , ἀγαθός good fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • Τροφώνιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης, του Δία και της Ιοκάστης ή του Εργίνη, βασιλιά του Ορχομενού των Μινυών. Τον συγχέουν επίσης με τον Χθόνιο Ερμή, και γι’ αυτό τον έλεγαν γιο του Βάκχου και της Περσεφόνης. Παιδιά του Τ.… …   Dictionary of Greek

  • благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благыи — (>1000) пр. 1.Хороший, добрый; праведный, святой: Нши сѩ жены моудры агы. (ἀγαϑῆς) Изб 1076, 159; роусьскыи кънѩзь благыи Надп 1093 (2); къ... бл҃гомоу и б҃оносьномоу оц҃ю нашемоу ѳеодосию ЖФП XII, 59г; приведе бл҃гаго моужа ѡного... и биѥть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… …   Dictionary of Greek

  • καλοκαγαθία — η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) [καλοκάγαθος] η ιδιότητα τού καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τού καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια αρχ. εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και… …   Dictionary of Greek

  • ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”